- οικονομώ
- -έω και -άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, -έω) [οικονόμος]νεοελλ.1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας»)2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι3. παρέχω σε κάποιον κάτι που δεν έχει, βολεύω4. μέσ. οικονομιέμαικατορθώνω να αποκτήσω κάτι που αποκτάται δύσκολα ή κάτι δυσεύρετο («οικονομήθηκα από βενζίνη»)5. φρ. «τά (οι)κονομάω» — αποκτώ πολλά χρήματαμσν.-αρχ.1. διαχειρίζομαι ως οικονόμος2. κατευθύνω («τὸν ἴδιον βίον οἰκονομεῑν», Εύφρ.)3. διοικώ («πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη», Αριστοτ.)αρχ.1. διανέμω, απονέμω, παρέχω2. δαπανώ, ξοδεύω3. μτφ. α) (για ποιητή ή πεζογράφο) διευθετώ καλά τα μέρη τού ποιήματος ή τού λόγουβ) επεξεργάζομαι υλικό.
Dictionary of Greek. 2013.